κόνισμα

κόνισμα
κόνῑσ-μα, ατος, τό,
A = κονίστρα, IG5(1).938 ([place name] Cythera):— also [full] κόνῑμα, BCH23.566 (Delph., iii B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εικόνισμα — και κόνισμα, το (AM εἰκόνισμα, Μ και εἰκόνισμαν) η έγχρωμη απεικόνιση άγιων μορφών, σκηνών και επεισοδίων τής Αγίας Γραφής σε ξύλο ή σε τοίχο για λατρευτικούς σκοπούς νεοελλ. φρ. «τόν έχω κόνισμα» τόν αγαπώ και τόν σέβομαι πάρα πολύ αρχ. μσν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”